γραοσόβης

γραοσόβης
γρᾱο-σόβης, ου, ,
A lover of old women, Ar.Pax812; cf. Sch.ad loc., and v. σοβάς.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γραοσόβης — γραοσόβης, ο (Α) εραστής γριάς γυναίκας ο οποίος τήν εκμεταλλεύεται οικονομικά …   Dictionary of Greek

  • γραοσόβαι — γρᾱοσόβαι , γραοσόβης lover of old women masc nom/voc pl γρᾱοσόβᾱͅ , γραοσόβης lover of old women masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”